28/3/12

"Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων" του Jean-Michel Guenassia, Εκδόσεις Πόλις

"Το 1959 ο Μισέλ Μαρινί είναι δώδεκα ετών. Είναι η εποχή του rock n roll και του πολέμου της Αλγερίας. Ο ίδιος είναι ερασιτέχνηςφωτογράφος, μανιώδης αναγνώστης και θαμώνας του Balto, ενός μπιστρό στη λεωφόρο Ντανφερ-Ροσρώ, όπου συναντιέται με τους φίλους του να παίξουν ποδοσφαιράκι. Στην πίσω αίθουσα του μπιστρό θα γνωρίσει τον Ίγκορ, τον Λεονίντ, τον Σάσα, τον Ίμρε και την υπόλοιπη παρέα, πολιτικούς πρόσφυγες από τις κομμουνιστικές χώρες. Οι άνθρωποι αυτοί εγκατέλειψαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τις οικογένειες τους, πρόδωσαν τα ιδανικά και τα πιστεύω τους. Συναντήθηκαν στο Παρίσι, στη λέσχη σκακιστών που φιλοξενεί η πίσω αίθουσα του Balto, όπου συχνάζουν επίσης ο Κεσέλ και ο Σαρτρ. Επιπλέον τους δένει ένα φοβερό μυστικό, που ο Μισέλ τελικά θα το ανακαλύψει. Η γνωριμία με τα μέλη της λέσχης θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του αγοριού."

Τι απίστευτο μωσαϊκό χαρακτήρων. Πόσο ωραία δοσμένη η εποχή και οι συνθήκες. Ο Μισέλ Μαρινί. Ένας χαρακτήρας της εποχής, στην προεφηβεία του κρυφοκοιτάζει τη λέσχη και μαγεύεται. Ο Ίγκορ, ο Σάσα, ο Λεονίντ, πολιτικοί πρόσφυγες κομμουνιστικών καθεστώτων, που προσπαθώντας να αφήσουν πίσω το παρελθόν, κάνουν ατελειώτους σκακιστικούς αγώνες και περνάνε ώρες στο Balto. Ο Μισέλ αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στο σπίτι, τόσο με τους γονείς, όσο και με τον αδερφό του, οπότε οι βόλτες και οι παρέες είναι η διέξοδός του. Στην αντίπερα όχθη υπάρχει η Σεσίλ, η κοπέλα του αδερφού του, με την οποία ο Μισέλ είναι ερωτευμένος, χωρίς να το παραδεχτεί ούτε μια φορά στη διήγησή του. Σε όλο αυτό το μωσαϊκό χαρακτήρων υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό, το οποίο αποκαλύπτεται στις τελευταίες σχεδόν σελίδες του βιβλίου. Σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης προσπαθείς να ενώσεις τα κομμάτια, αλλά δεν είναι και πολύ εύκολο τελικά...

Είναι από τα βιβλία που διαβάζοντας τα τα κάνεις απευθείας εικόνα... Μπορείς να δεις το γαλλικό μπιστρό, τους συνδαιτημόνες, τις παρέες, άνετα φαντάζεσαι πως μπορεί να είναι ο Μισέλ, η Σεσίλ... Το πιο μαγικό από όλα στη γραφή του Guenassia είναι αυτό το πέρασμα από την παιδικότητα στην ωριμότητα μέσα από συζητήσεις και αναλύσεις διαφορετικών χαρακτήρων και εμπειριών. Πολιτικοί πρόσφυγες που άφησαν πίσω οικογένειες και παιδιά, και καλούνται να ζήσουν μία ζωή δανεική, πνιγμένη από αναμνήσεις. Και ταυτόχρονα γύρω τους ο κόσμος αλλάζει, η ιστορία γράφεται ξανά.... Φανταστείτε πως φαίνονται όλα αυτά στα μάτια ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Ενός αγοριού που διψάει να γίνει μέλος της παρέας, που τους ακούει και ρουφάει κάθε λέξη, κάθε βλέμμα... Ενός αγοριού που με τη βοήθεια τους ανακαλύπτει πόσο καλός φωτογράφος είναι, πως μπορεί να αποτυπώσει με το φακό του την εικόνα αλλά και αυτό που κρύβει μέσα της...

Πρόκειται για ένα βιβλίο που σε δυσκολεύει να αφήσεις τους ήρωές του. Όταν τελικά όλα αλλάζουν έχεις αυτή την γλυκόπικρη αίσθηση ενός καλοκαιριού που τελειώνει, που δυσκολεύεσαι να το αφήσεις πίσω. Να το διαβάσετε. Το κατατάσσω στα καλύτερά μου.

28/11/11

Ο Δρόμος της Απώλειας

Ο μεγαλύτερος φόβος στη ζωή του ανθρώπου είναι ο θάνατος, τόσο ο δικός του όσο και των ανθρώπων που αγαπά.

Πριν από ένα μήνα συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου. Και το κείμενο αυτό το γράφω ως φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο που σημάδεψε τις ζωές μας με έναν ανεπανάληπτο τρόπο. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Στις περιπτώσεις μιας απώλειας ακολουθείς ένα συγκεκριμένο δρόμο, προκειμένου να συνειδητοποιήσεις τη μεγάλη αλλαγή και να μάθεις να ζεις με αυτή. Να κάνεις τρόπο ζωής σου ότι τον άνθρωπό σου δεν θα τον ξαναδείς ποτέ. Και το "ποτέ" αυτό είναι λέξη με τόσο βαθύ νόημα, που τρομάζει κανείς. Γενικά οι χρονικοί προσδιορισμοί παίρνουν άλλη διάσταση στις περιπτώσεις απώλειας.

Δεν θα αναφερθώ στα πέντε στάδια πένθους, που υποτίθεται ότι ο καθένας περνάει, προκειμένου να κάνει κομμάτι τη ζωής του την απώλεια- αν και ειδικά το στάδιο του θυμού το πέρασα αρκετά έντονα. Θα μιλήσω για το πως το βίωσα εγώ όλο αυτό και που ακριβώς βρίσκομαι δύο χρόνια μετά.

Πριν από λίγες μέρες παρακολούθησα μία παράσταση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. "Η αθέατη πλευρά του φεγγαριού". Σε κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής κοιτάει έντονα το κοινό και λέει: "αν βάλουμε μία σκάλα στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού, ανέβουμε στην κορυφή της κοιτάξουμε μπροστά και πέσουμε από κει, τότε μόνο μπορούμε να καταλάβουμε την αίσθηση της αβύσσου και του κενού που νιώθει κάποιος όταν χάνει τους γονείς του". Δε νομίζω να έχω ακούσει καλύτερη περιγραφή αυτης της αίσθησης. Στην αρχή η έννοια του απίστευτου, παίρνει άλλο νόημα. Είναι σαν μη βίωνα εγώ η ίδια αυτήν την κατάσταση αλλά να συνέβαινε σε κάποιον άλλον. Έμπαινα στο πατρικό μου και η αύρα του ήταν ακόμα μέσα στον χώρο σα να μην έφυγε ποτέ. Δύσκολο συναίσθημα.

Περνώντας ο καιρός αυτό που θυμάμαι ότι με στεναχωρούσε ιδιαίτερα, ήταν ότι άλλαζαν πράγματα στη ζωή μου, κι εκείνος δεν το μάθαινε. Μεγάλωναν τα παιδιά μου, άρχιζαν να μιλάνε κι εκείνος δεν το έβλεπε, δεν το βίωνε. Πόσες φορές τα κοίταζα όταν λέγανε τα πρώτα τους λόγια, κι εγώ σκεφτόμουνα "πόσο θα του άρεσε να περνάει χρόνο μαζί τους, να τους κάνει αστεία"... Άλλαζα δουλειά, έφευγα από τη δουλειά, έκανα καινούργια σημαντικά πράγματα και ο χρόνος για κείνον είχε σταματήσει στις 18 Νοεμβρίου 2009. Και πραγματικά ήταν τόσο περίεργο και τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο. Ήταν σαν να άρχιζε ένα κομμάτι της ζωής μετά από αυτήν την ημερομηνία. Το πριν και το μετά.

Θα προσπαθήσω να σχεδιάσω μία εικόνα. Η απώλεια στην αρχή είναι σα να ανεβαίνεις ένα εξαιρετικά κακοτράχηλο βουνό. Ένα βουνό γεμάτο κοτρώνες, που βλέπεις την κορυφή του και σκέφτεσαι "μπα, δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσω εκεί πάνω". Και συνέχεια σταματάς, και απελπίζεσαι, και λες " ας τα παρατήσω δε βγαίνει πουθενά"... Αλλά συνεχίζεις, και συνεχίζεις και τελικά κάποια στιγμή φτάνεις. Είναι αυτή η στιγμή που ο πόνος γίνεται γλυκιά ανάμνηση, που κοιτάς φωτογραφίες και τη δυνατή συγκίνηση την έχει αντικαταστήσει το γλυκό χαμόγελο. Αυτά που έχεις ζήσει με τον άνθρωπο που "φεύγει" είναι δυνατότερα όλων. Αυτά σε συντροφεύουν μια ζωή, ακόμα κι αν λείπει η φυσική παρουσία. Γιατί λείπει και πάντα θα λείπει. Στις δύσκολες και τις χαρούμενες στιγμές σου, στις εικόνες που δε μπορείς να μοιραστείς, στα καινούργια μέρη που θα βλέπεις, στα ταξίδια που θα κάνεις, στη ζωή σου που θα περνάει....

Το 2009 σε ένα post αφιερωμένο σε κείνον είχα γράψει ότι αν φανταστούμε ότι η ζωή του καθενός είναι η πέτρα που θα πετάξεις σε λίμνη και οι ομόκεντροι κύκλοι που θα αφήσει αυτή γύρω της ("οι λεγόμενοι κυματισμοί του Irvin Yalom), η δική του πέτρα ήταν κοτρώνα. Και δύο χρόνια μετά οι ομόκεντροι κύκλοι μας ακολουθούν ακόμα... Μας ακολουθούν μέσω των φίλων του, μέσω ανθρώπων που τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν. Και πραγματικά δεν υπάρχει καλύτερη κληρονομιά...

Ένα από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα είναι "τα Κεριά" του Κωνσταντίνου  Καβάφη και με αυτό θα κλείσω. Ένα ποίημα γι'αυτά που χάνονται, αλλά και γι'αυτά που είναι μπροστά. Γιατί η ζωή είναι μπροστά και η απώλεια είναι μέρος της.

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν. 






26/9/11

Γιατί θα ξαναπάω στην Αστυπάλαια- Αύγουστος 2011

Μετά από tour σε Ιόνιο και Σποράδες, κατά το τέλος του Αυγούστου επισκεφθήκαμε την Αστυπάλαια. Από το αεροπλάνο ακόμα (γιατί είσαι ήρωας να πας με πλοίο) καταλαβαίνει κανείς ότι το νησί είναι μόνο του στη μέση του πελάγους. Ξεκινάς από Αθήνα και σε μια ώρα φτάνεις εκεί που πραγματικά νιώθεις ότι είσαι εσύ, ο ουρανός και η θάλασσα.

η χώρα της Αστυπάλαιας
Το νησί είναι μία ομορφιά. Κυριολεκτική ομορφιά. Μια χώρα δαντελωτή, σκαρφαλωμένη στο βράχο. Κι ένα αεροπορικό θέαμα απίστευτο. Κολπίσκοι με πράσινα νερά, νησάκια μικρά, μικροί οικισμοί και αυτή η μαγευτική ξεραϊλα του Αιγαίου... που με τρελαίνει.. Όταν σκέφτομαι το Αιγαίο, πάντα γεννιέται η ακόλουθη εικόνα στο μυαλό μου: ξυπόλητη, με αλάτι στα μαλλιά, παρεό, να φυσάει ο δαιμονισμένος αέρας, να καίει ο ήλιος το πρόσωπο και με κλειστά μάτια να ταξιδεύω αλλού. Αυτό.

Μείναμε στο Pylaia Boutique Hotel. Εξαιρετικό. Minimal διακόσμηση, μεγάλα δωμάτια, έξυπνη αρχιτεκτονική. Στα superior δωμάτια (με ομολογουμένως λογικότατες τιμές), το μπάνιο είναι κάτω από το δωμάτιο και είναι τόσο μεγάλο όσο και το δωμάτιο. Πολύ καλό πρωινό, πολύ φιλικό και καλοπροαίρετο σέρβις. Η θέα του ξενοδοχείου δεν είναι προς τη χώρα αλλά προς την παραλία Λιβάδι, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι δεν είναι ωραία...
Pylaia Boutique Hotel
Την πρώτη μέρα που φτάσαμε κολυμπήσαμε στο Λιβάδι, μία παραλία πολύ κοντά στη χώρα, με κρυστάλλινα νερά, συμπαθητικά beach bar,  οργανωμένη κατάσταση. Καλά, και μην περιμένετε ότι θα βρείτε την κατάσταση της τεράστιας ξαπλώστρας με τα αφράτα μαξιλάρια και τα συναφή, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο αυτή η απλότητα ταιριάζει στο νησί. Επίσης, δεν υπάρχουν θάλασσες με γαλαζοπράσινα νερά και άμμο, αλλά τα νερά είναι παντού τόσο κρυστάλλινα και διαυγή που απλά τα υπόλοιπα δεν σε απασχολούν. Στην Αστυπάλαια αντιλήφθηκα ότι τελικά οι γαλαζοπράσινες παραλίες δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση ομορφιάς.

Η βόλτα στην Αστυπάλαια είναι μοναδική. Στην κορυφή του βράχου δεσπόζει το κάστρο των Γκουερίνι, χτισμένο με την παραδοσιακή πέτρα και περιστοιχισμένο από άσπρα κυκλαδίτικα σπίτια. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν οι εκκλησίες της Παναγίας της Ευαγγελίστριας και του Αγίου Γεωργίου. Η πλατεία της χώρας δεν είναι μεγάλη, αλλά είναι σημείο συνάντησης τουριστών και ντόπιων. Το πρώτο βράδυ φάγαμε σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια του νησιού, την Ακτή (Πέρα Γιαλός- 22430 61114). Χτισμένο κυριολεκτικά στην άκρη του βουνού, έχει τραπέζια κρεμασμένα πάνω από τη θάλασσα και καταπλητικό φαγητό. Φρέσκο ψάρι, χταποδοκεφτέδες, αστακομακαρονάδα και το καλύτερο συμιακό γαριδάκι που έχω φάει στη ζωή μου.
Εστιατόριο Ακτή
Την επόμενη μέρα το πρόγραμμα είχε εκδρομή με φουσκωτό αλλά λόγω αέρα δεν το καταφέραμε. Είπαμε λοιπόν να πάμε στην διασημότερη παραλία του νησιού, τα Καμινάκια. Οδηγώντας περίπου μισή ώρα μέσα από βουνά, λαγκάδια και απίστευτο χωματόδρομο φτάσαμε στο απόλυτο. Ένας κόλπος στα δυτικά του νησιού, μα γευ τι κός!! Απόλυτη ησυχία, λίγες ξαπλώστρες, προστατευμένη από τον αέρα. Σημαντικό tip: Θαυμάσιος βυθός... Κολυμπήσαμε περίπου μιάμιση ώρα με μάσκες και είδαμε πολύχρωμα ψάρια, κεφαλόπουλα, ωραία πετρώματα.
Καμινάκια
Η μεγάλη αποκάλυψη του μέρους, βέβαια, είναι η μοναδική ταβέρνα της περιοχής, η Λίντα (Καμινάκια, 6972290088). Γυναίκα με ανησυχίες, η Λίντα μπήκε στο πρόγραμμα Leader και έφτιαξε μία ταβέρνα με πέντε πιάτα, εξαιρετικά. Σαλάτα, πατάτες, ντοκατοκεφτέδες, και κατσικάκι αστυπαλιώτικο κοκκινιστό και λεμονάτο ή παϊδάκια. Και εννοείται ότι έχουν καϊκι δικό τους και όποτε έχουν ψάρι είναι φρεσκότατο. Ήμασταν τυχεροί γιατί εκτός από τα προαναφερθέντα φάγαμε και σκάρο φρέσκο, λουκούμι. Κυριολεκτικά γλύφεις και τα δάχτυλά σου.
Λίντα, Καμινάκια
Το απόγευμα γυρίσαμε στη χώρα και απολαύσαμε γλυκά και ελληνικό καφέ στο Αρχιπέλαγος (Χώρα Αστυπάλαιας 22430 61889), με θέα το κάστρο και την απεραντοσύνη του Αιγαίου. Σιροπιαστά, πάστες, μηλόπιτες, λουκουμάδες και ο κατάλογος είναι ατελείωτος... Φανταστείτε χρωματιστά τραπεζάκια, δέντρα σ'ένα άγονο μέρος και όλων των ειδών τα γλυκά με τη συνοδεία παγωμένου νερού και ελληνικού καφέ... Τι άλλο να θέλω?

Η επόμενη μέρα ήταν αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Επισκεφθήκαμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Αστυπάλαιας, ένα δωματιάκι στον Πέρα Γυαλό με πολύ αξιόλογα ευρήματα από την προϊστορική εώς και τη μεσαιωνική εποχή. Η Αστυπάλαια έχει αξιοθαύμαστη ιστορία. Θολωτούς τάφους, αγάλματα, νομίσματα, αγγεία, επιγραφές που μας ενημερώνουν για τους θεούς που λάτρευαν στο νησί. Την Ελληνιστική εποχή το νησί υπήρξε λιμάνι-σταθμός των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, ενώ κατά τη Ρωμαιοκρατία ήταν ορμητήριο κατά των πειρατών, με αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι να παραχωρήσουν πολλά προνόμια στους κατοίκους. Μετά το 1204 περιήλθε στους Βενετούς, και συγκεκριμένα στην οικογένεια Quirini, μέχρι το 1537, που κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Με την Ελλάδα ενώθηκε το 1948.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα του νησιού, βέβαια, είναι το μοναδικό νεκροταφείο βρεφών στην Κυλίντρα, στο όριο της Χώρας προς τη νότια πλευρά. Νομίζω ότι είναι από τα ευρήματα που με έχουν μαγέψει. Περπατάς στη χώρα και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά σου και απλά δεν το πιστεύεις. Πιθάρια μέσα στα οποία θάβανε τα βρέφη, τα βλέπεις μπροστά σου. Το θέαμα είναι απίστευτο. Τα νεκρά βρέφη υπολογίζεται ότι ή ήταν πρόωρα, ή πέθαιναν κατά τη διάρκεια του τοκετού. Η διαδικασία ταφής είναι συγκλονιστική. Άνοιγαν μία οπή κυκλικού σχήματος στην κοιλιά του αγγείου και τοποθετούσαν μέσα το νεκρό βρέφος. Στη συνέχεια η οπή κλεινόταν από το αποκολλημένο κομμάτι. Τα περισσότερα αγγεία είναι δοχεία νερού, που χρονολογούνται απο το 750 π.Χ. Η περίοδος αυτή είναι η καλύτερη εποχή της Αστυπάλαιας, όπου το νησί μεσουρανούσε στην περιοχή του Νοτίου Αιγαίου, ως κομβικό σημείο και εμπορευματικός σταθμός, συνδέοντας τα υπόλοιπα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου και την Αίγυπτο, με την υπόλοιπη Ελλάδα. Βέβαια, επειδή ζούμε στην Ελλάδα, η τύχη του νεκροταφείου έχει σκοντάψει στην ατελείωτη γραφειοκρατία των διαφόρων φορέων, με αποτέλεσμα από τη μία να μην καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται- μηδαμινή σήμανση και μία απλή περίφραξη και από την άλλη να έχουν ξεκινήσει εργασίες ενός σπιτιού (ευτυχώς οι εργασίες για την ανέγερσή του, σταμάτησαν) ακριβώς πάνω στα ευρήματα.

Το ίδιο απόγευμα φάγαμε το καλύτερο πιταράκι με παραδοσιακό τυρί-χλωρή στο "Μελτέμι"(Χώρα, 22430 61479), μαζί με ζεστό ρακόμελο. 

Την τελευταία μας μέρα, την αφιερώσαμε σ'ένα θαλάσσιο tour γύρω από το νησί, καθώς και στις δύο βραχονησίδες ακριβώς απέναντι, τον Κουτσομίτη και την Κουνούπα. Επισκεφθήκαμε τη Μαλτεζάνα και κολυμπήσαμε στους κολπίσκους της. Φτάσαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, το Τζανάκι, τις Βάτσες.

Η Αστυπάλαια είναι εμπειρία. Δε μοιάζει με τίποτα άλλο που έχω δει μέχρι σήμερα, είναι μοναδική. Οι άνθρωποί της είναι ζεστοί, φιλόξενοι, αγαπάνε τον τόπο τους και σε κάνουν να νιώθεις ότι είσαι σπίτι σου. Φεύγεις και ξέρεις ότι θα ξαναγυρίσεις. 

Θα κλείσω το post αυτό μ'ένα ποιηματάκι που μου άρεσε για την πεταλούδα του Αιγαίου

"Πάνω στο χάρτη μοιάζει με πεταλούδα που φτερουγίζει στο γαλάζιο αιγαιοπελαγίτικο φως, μέσα όμως στην ψυχή μας τινάζει τη μουσκεμένη χαίτη της με ρυθμικές κινήσεις σαν θαλασσινός αετός εκεί που οι Κυκλάδες συναντούν τα Δωδεκάνησα".



12/8/11

"Ελευθερία" του Τζόναθαν Φράνζεν, Εκδόσεις Ωκεανίδα

"Η Πάτι και ο Γουόλτερ Μπεργκλαντ ήταν από τους πρωτοπόρους της γενιάς τους, με περιβαλλοντικές ανησυχίες, ιδανικοί γείτονες, υποδειγματικοί οικογενειάρχες. Έβαζαν το λιθαράκι τους για έναν καλύτερο κόσμο.
Τώρα, όμως, στη νέα χιλιετία, οι Μπέργκλαντ έχουν γίνει ένα μυστήριο. Γιατί ο έφηβος γιος τους μετακόμισε στην επιθετικά ρεπουμπλικάνικη οικογένεια του διπλανού σπιτιού; Γιατί ο Γουόλτερ άρχισε να εργάζεται σε μεγάλες Εταιρίες Άνθρακα; Τι ρόλο παίζει ακριβώς ο Ρίτσαρντ Κατς- εκκεντρικός ροκάς κι ο καλύτερος φίλος αλλά και αντίζηλος του Γουόλτερ από τα φοιτητικά του χρόνια; Και πάνω απ'όλα, τι συνέβη στην Πάτι; Γιατί το λαμπερό αστέρι της γειτονιάς έγινε μια μαινάδα που έχει αρχίσει να τρελαίνεται μπροστά στα μάτια όλων;
Στο πρώτο του μυθιστόρημα μετά τις Διορθώσεις ο Φράνζεν μας έδωσε μία εποποιία για τον έρωτα και το γάμο στη σύγχρονη εποχή. Καταγράφει με κωμικοτραγικό τρόπο τους πειρασμούς και τις υποχρεώσεις της ελευθερίας: τις συγκλονιστικές εμπειρίες του εφηβικού πάθους, τους μαγκωμένους συμβιβασμούς της μέσης ηλικίας, το αντίτιμο της άναρχης εξάπλωσης των προαστίων, το βαρύ φορτίο της εξουσίας. Περιγράφοντας τα σφάλματα και τις χαρές των πρωταγωνιστών, καθώς παλεύουν να μάθουν πως να ζουν σ'έναν κόσμο που τους προκαλεί όλο και μεγαλύτερη σύγχυση, μας δίνει μία ανεξίτηλη και βαθιά συγκινητική απεικόνιση της εποχής μας"

Καταρχήν μιλάμε για 785 σελίδες. Διαβάζεται απνευστί, με την προϋπόθεση ότι έχετε ξαναδιαβάσει Φράνζεν και ότι σας αρέσει. Γιατί είναι ιδιαίτερος. Και γράφει πολύ ιδιαίτερα αλλά προσωπικά μου ταιριάζει απόλυτα. Εδώ μιλάμε στην ουσία για την ιστορία μιας οικογένειας. Ο Φράνζεν δεν σταματάει στην αποτύπωση της ζωής τους, αλλά προχωράει στο βάθος των συναισθημάτων τους. Κι αυτό είναι που τον κάνει διαφορετικό. Η Πάτι και ο Γουόλτερ είναι οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες. Γύρω τους ανθίζουν όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται μαζί τους. Ζουν στην Washington και φαινομενικά όλα βαίνουν καλώς. Αυτό μέχρι που ο συγγραφέας ξεκινάει τη βουτιά στο παρελθόν τους και οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ο Φράνζεν χρησιμοποιεί το ευφάνταστο τέχνασμα να χωρίζει τα κεφάλαια ανάλογα με τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά, έτσι ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να μαθαίνει και τα συναισθήματα των ηρώων.
Φαινομενικά, λοιπόν, όλα είναι καλά. Οι οικογένειες δείχνουν αγαπημένες και δεμένες και όλοι πορεύονται στην καθημερινότητα τους... Μέχρι που το πέπλο αρχίζει και πέφτει. Και βλέπει κανείς ότι όλα αυτά ήταν ένα ωραίο προπέτασμα, που τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται και το παρελθόν του καθενός έχει κατά πολύ καθορίσει την τωρινή τους ζωή.
Ο εκκεντρικός ροκάς, Ρίτσαρντ Κατς, φίλος αλλά και τόσο ανταγωνιστής του Γουόλτερ- μήπως έτσι δε συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις και στην αληθινή ζωή; Τα παιδιά του ζευγαριού, ο Τζοις και η Τζέσικα, τόσο μακριά από τους γονείς, σα να μην έχουν μεγαλώσει μαζί τους, σα να είναι δύο ξένοι.. Μία οικογένεια τόσο μακριά σπό την Ελευθερία ως έννοια, κι ας είναι ο τίτλος του βιβλίου αυτός. Η ελευθερία τους όπως και όλα τα άλλα είναι απολύτως φαινομενική, νομίζουν ότι την έχουν κατακτήσει αλλά πλανώνται....

Ο Φράνζεν, είναι παρ'όλα αυτά εξαιρετικά αισιόδοξος και η κατάκτηση της ελευθερίας έρχεται σταδιακά αλλά πολύ ουσιαστικά, αφήνοντάς σε με μία πολύ καλή αίσθηση για το μέλλον, τόσο των ηρώων, όσο και της πραγματικότητας. Και τελικά κανένας άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει ανελεύθερος, με όσες συμβάσεις κι αν έχει μάθει να ζει. Έρχεται κάποια στιγμή που όλο το σαθρό οικοδόμημα γκρεμίζεται και μαζί του παρασύρει τα πάντα.

Όταν ξεκίνησα το βιβλίο, ομολογώ ότι ήμουν διστακτική. Αναγνώρισα αυτό το ύφος του Φράνζεν που με είχε κερδίσει στις Διορθώσεις αλλά προς στιγμήν πίστεψα ότι θα είναι μία από τα ίδια. Διαψεύστηκα. Η κατάδυση στο παρελθόν όλων των ηρώων, καθώς και η αποτύπωση της παιδικής τους ηλικίας και των σχέσεων τους με την οικογένεια, καθώς και η ανάγκη τους για την κατάκτηση της πραγματικής ελευθερίας, κάνει τη διαφορά και το κατατάσσει, κατά τη γνώμη μου, σε ένα από τα καλύτερα του φετινού καλοκαιριού 

2/8/11

Η εμπειρία του TEDGlobal 11-15 Ιουλίου 2011, Εδιμβούργο

Ήμουν εκεί. Στο Εδιμβούργο. Σε μία από τις ωραιότερες πόλεις που έχω ταξιδέψει στη ζωή μου. Για να παρακολουθήσω το TEDGlobal 2011.

Φτάνοντας στο Εδιμβούργο αντιμετώπισα την έκπληξη να περάσω από το καλοκαίρι των 40 βαθμών της Αθήνας στο Βρετανικό φθινόπωρο των 15 βαθμών της Σκωτίας. Βροχή, αέρας και μία πόλη από αυτές που μόλις πατήσεις το πόδι σου ξέρεις ότι σε έχει κερδίσει. Έχει αυτήν την αύρα….
Αμέσως ξεκίνησε η πεζοπορία. Λόφοι και βουνά μέσα στην πόλη, κάστρα σαν από παραμύθι, πάρκα, ποδήλατα.
Την πρώτη μέρα, μια και το TEDGlobal ξεκινούσε την επομένη, πρέπει να περπάτησα γύρω στις 6 ώρες. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω για το Εδιμβούργο είναι πως πρόκειται για μία από τις ωραιότερες πόλεις που έχω επισκεφτεί και σίγουρα θα ξαναπάω.

Μία πρώτη γεύση από το τι θα ακολουθούσε πήρα την πρώτη μέρα, που παρακολούθησα κάποιες από τις ομιλίες του TED University. Αξιόλογες ιδέες, ενθουσιασμός από το κοινό σε προϊδέαζαν για τη συνέχεια. Η οποία αποδείχτηκε πέρα των προσδοκιών.


Αυτό που θα προσπαθήσω να μεταφέρω δεν είναι τόσο οι λεπτομέρειες των ομιλιών και των ομιλητών(αυτές μπορείτε να τις βρείτε και στο www.ted.com ), όσο η συνολικότερη εμπειρία του TEDGlobal και γιατί τέσσερις μέρες μετά σκεφτόμουν πολύ διαφορετικά από ότι όταν πήγα.
Καταρχήν ένιωσα σαν πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο, όπως τότε που έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Λονδίνο και είχα πάει πρώτη μέρα για εγγραφή και ξενάγηση στους χώρους του. Μόνο που στην περίπτωση αυτή πας πιο συνειδητοποιημένος και σίγουρα λιγότερο «ψαρωμένος». Το συνεδριακό κέντρο ήταν εκπληκτικό.  Πέρα από την κεντρική σκηνή με τους απίστευτους φωτισμούς και την καθηλωτική ατμόσφαιρα, υπήρχε simulcast lounge, όπου μπορούσες να παρακολουθήσεις τις ομιλίες και ταυτόχρονα να χρησιμοποιείς υπολογιστές και ipads για να κρατάς σημειώσεις, να γράφεις σε twitter και facebook, να πίνεις τον καφέ σου και να τσιμπάς σνάκς, φρούτα, κλπ (όπου παρεμπομπτόντως περάσαμε και το μεγαλύτερο μέρος του συνεδρίου), υπήρχαν αίθουσες προβολών διαφόρων video, αίθουσες όπου λάμβαναν χώρα workshops κλπ...

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι ομιλίες ο Chris Anderson (curator of TEDGlobal) και ο Bruno Giussani( European Director of TED), στην εισαγωγική τους ομιλία, ανέφεραν ότι είναι τόσο μεγάλη η πληροφορία και η γνώση αυτών των ημερών, που οι περισσότεροι- και ειδικά αυτοί που το παρακολουθούν για πρώτη φορά, στο τέλος θα νιώσουν αποπροσανατολισμένοι και λίγο μπερδεμένοι. Λοιπόν, αυτό όντως συνέβη. Μετά τις 70 και πλέον ομιλίες των 4 ημερών, όταν αυτό λάβει τέλος, νιώθεις σα να πέρασε από πάνω σου τουλάχιστον οδοστρωτήρας Φανταστείτε ότι μιλάμε για 8 ώρες καθημερινά... Το μαγικό της υπόθεσης είναι ότι χρειάζεται μόνο μερικές μέρες για να ανακαλέσεις τα πάντα στη μνήμη σου και να ξεκαθαρίσεις την εικόνα....

Δε θα αναφερθώ στις ομιλίες μία προς μία, εννοείται ότι υπήρχαν πολλές που με συνεπήραν, που είχα την αίσθηση ότι ο ομιλητής μιλάει μόνο για μένα, θα αναφερθώ μόνο στον Ινδό Bunker Roy, ιδρυτή του Barefoot College αλλιώς του Πανεπιστημίου των Φτωχών, ο οποίος εκπαιδεύει κατοίκους αγροτικών περιοχών να μπορούν να δημιουργήσουν αυτόνομες και βιώσιμες κοινωνίες. Τελευταίο του επίτευγμα, η εκπαίδευση γυναικών από την Αφρική στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων για την ηλεκτροδότηση των απομακρυσμένων χωριών τους...
Κι αυτό είναι μία μικρή γεύση αυτών που ακούσαμε και μάθαμε τις μέρες αυτές..

Πέρα από τις ομιλίες όμως, υπήρχε και κάτι ακόμα εξίσου σημαντικό που νομίζω αξίζει να το αναφέρω. Η ευκολία και η φυσικότητα να γνωρίζεις άλλους ανθρώπους. Ανθρώπους όλων των ηλικιών, των διαφορετικών χωρών και πολιτισμών, ανθρώπους που είχαν πολλά να σου πουν. Θυμάμαι πριν φύγω αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν να πηγαίνεις σε κάποιον, να συστήνεσαι και να πιάνεις κουβέντα, και τελικά, έβγαινε τόσο φυσικά, που ήταν λες και το έκανα από πάντα...

Αν, λοιπόν, κάποιος με ρωτούσε τι  αποκόμισα από όλο αυτό, τι είναι τελικά αυτό που αξίζει, θα έλεγα ότι πρόκειται για μία εξάσκηση του μυαλού, για τη δυνατότητα να «φύγεις» από τα μικρά και καθημερινά και για τέσσερεις μέρες να ταξιδέψεις σε έναν άλλο πλανήτη, εκεί όπου μετράνε μόνο τα σημαντικά και που ξέρεις πως γυρίζοντας πίσω, θα σκέφτεσαι διαφορετικά και θα έχεις κρατήσει αυτό που πραγματικά είναι το TED, γνώση, κουλτούρα, επαφή με ανθρώπους άλλων χωρών, διαπολισμικότητα. Είναι ένα δώρο στον εαυτό σου. Και πιστεύω είμαι τυχερή που μπόρεσα να του το προσφέρω!

22/7/11

Ταξίδι: Σίφνος- Κίμωλος-Αντίπαρος

Μπορώ χωρίς αμφιβολία να πω ότι αυτό ήταν ένα από τα καλύτερα τετραήμερα που έχω περάσει στη ζωή μου ως τώρα.
Ξεκινήσαμε με το καράβι να πάμε στη Σίφνο, γνωρίζοντας βέβαια ότι θα έχει πολύ καλό καιρό και σχεδόν καθόλου αέρα. Όταν φτάσαμε οι προσδοκίες μας όλες επαληθεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Όχι μόνο ο καιρός ήταν εκπληκτικός, όχι μόνο αέρας δε φύσαγε από πουθενά, αλλά είχε και όσο κόσμο έπρεπε, για να απολαύσεις για μία ακόμα φορά διακοπές τον Ιούνιο. Νομίζω είναι και το ιδανικότερο διάστημα για την απόλυτη ξεκούραση και χαλάρωση.
Αφού λοιπόν όλα έβαιναν κατ'ευχήν, είπαμε να νοικιάσουμε ένα φουσκωτό και να κάνουμε ένα tour γύρω από τη Σίφνο και τα παρακείμενα νησάκια. Το βράδυ της Παρασκευής, όμως, μας ειχαν συστήσει να πάμε να φάμε στα ξακουστά "Βατράχια", στο Κάστρο της Σίφνου http://www.wiw.gr/greek/sifnos_vatrachia/. Αν βρεθείτε στη Σίφνο να πάτε γιατί το σκηνικό εκεί είναι από ωραιότερα. Ένας μικρός κολπίσκος και τα τραπέζια του εστιατορίου κυριολεκτικά πάνω στο κύμα. Γύρω γύρω σκοτάδι και λίγος φωτισμός από τα κεριά και το μόνο που ακούς  είναι ο ήχος του κύματος και η μουσική. Εκεί υπάρχει μία μικρή εμμονή σε Μάλαμα και Αλκίνοο Ιωαννίδη, αλλά πραγματικά ταιριάζει πολύ στο σκηνικό. Εμείς ήμασταν και τυχεροί γιατί δύο μέρες πριν είχε πανσέληνο, οπότε το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο. Αξίζει βέβαια να αναφερθεί και το φαγητό, γιατί μπορεί η ατμόσφαιρα να είναι ειδυλλιακή αλλά αν το φαγητό δε λέει τίποτα, τι να την κάνεις αυτή; Το φαγητό είναι πάρα πολύ καλό. Ελληνική εκδοχή μπουγιαμπέσας, ταραμοσαλάτα, ceviche λαβράκι, όστρακα φρέσκα και πολλά άλλα. Τα "Βατράχια" είναι μοναδική εμπειρία.. πραγματικά.

 Το Σάββατο το πρωί ξεκινήσαμε για την Πολύαιγο, ένα νησί απέναντι από τη Μήλο και την Κίμωλο, ακατοίκητο και φημισμένο για τα κατσίκια που ζουν σ'αυτό αλλά και για τα πανέμορφα νερά του. Ότι και να πω, νομίζω ότι δε θα μπορέσω να περιγράψω την ομορφιά του. Όρμοι με καταγάλανα νερά, μπάνιο σα να κολυμπάς σε πισίνα, ηρεμία απόλυτη. Εκεί ξεχνάς και το όνομά σου... Βάλαμε βατραχοπέδιλα και μάσκες και εξερευνήσαμε το βυθό, βγάλαμε και μερικούς αχινούς και τους φάγαμε, κι έτσι έφτασε το απόγευμα χωρίς να το καταλάβουμε. Και μετά επήλθε η πείνα...Ακριβώς απέναντι από την Πολύαιγο, σε απόσταση 5 λεπτών είναι η Κίμωλος, στην οποία είχα πάντα όνειρο να πάω, καθότι λάτρης της Λαδένιας, μίας παραδοσιακής τοπικής τύπου πίτσας, που φτιάχνουν εκεί, με λάδι, ζυμάρι, ντομάτες και κρεμμύδια. Όταν φτάσαμε στο λιμάνι υπήρχαν δύο ταβέρνες, και φυσικά δεν ξέραμε που να καθήσουμε. Το πήρα λοιόν πάνω μου και είπα ότι θα καθήσουμε εκεί όπου φτιάχνουν λαδένια. Και φυσικά η επιλογή μου στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Αν ποτέ βρεθείτε στην Κίμωλο, να πάτε οπωσδήποτε στην ταβέρνα "στο Κύμα", ή αλλιώς στα "Μποχωράκια"(τοπωνυμικό ψευδώνυμο). Λαδένια που παραμιλάς, ιμάμ που δεν έχεις φάει ούτε Πολίτισσα γιαγιά να είχες, γόπες και μπαρμπούνια φρεσκότατα, ομελέτα με κολοκύθια και κάππαρη, κολοκυθένια. Και το κύμα να χαιδεύει τα πόδια σου, και να τα έχεις ξεχάσει όλα. Και αυτό το απόλυτα Ελληνικό, που λίγο μετά γίνεσαι κολλητός με τους ιδιοκτήτες, ανταλάσσεις τηλέφωνα και υπόσχεσαι ότι θα ξαναπάς σίγουρα.... αυτό με τρελαίνει. Εμείς βέβαια ξαναπήγαμε δύο μέρες μετά, γιατί μας υποσχέθηκα κατσικάκι τοπικό στη γάστρα με πατάτες, οπότε δε γινόταν να το χάσουμε με τίποτα. Από την Κίμωλο μπορέσαμε να δούμε μόνο το λιμάνι της αλλά και η χώρα φαινόταν εκπληκτική.

Την Κυριακή ο καιρός "έπεφτε" κι άλλο, οπότε αποφασίσαμε να πάμε Πάρο-Αντίπαρο. Που να έχεις τέτοια ευκαιρία με τον αέρα που φυσάει μόνιμα στην περιοχή.... Φτάσαμε στην Πάρο 45 λεπτά μετά, στην περιοχή Αλική, η οποία σχεδόν απέναντι "βλέπει" Αντίπαρο. Εκεί λοιπόν ανάμεσα στα δύο νησιά υπάρχουν δύο βραχονησίδες με τα απόλυτα νερά. Καταγάλανα νερά , αρκετά δροσερά αλλά όνειρο. Εκεί καθήσαμε γύρω στις 3 ώρες, ατενίζοντας, διαβάζοντας βιβλία και κάνοντας ατελείωτες βουτιές. Και γυρίσαμε με την απόλυτη νηνεμία, περάσαμε δίπλα από τις φοβιστικές Πόρτες (Σάμινα γαρ), και γυρίσαμε στη Σίφνο.

Το μόνο που θα συμπληρώσω είναι αν βρεθείτε στην περιοχή να φάτε οπωσδήποτε κατσικάκι παραδοσιακό στο φούρνο με πατάτες στο νησί της Κιμώλου. Κυριολεκτικά γλύφεις και τα δαχτυλά σου.

Θα κλείσω με τον αγαπημένο μου στίχο του Ελύτη, που τις μέρες αυτές ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου "Θεέ μου πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε"
Καλό καλοκαίρι.... Θα δώσω tips για ότι ωραίο κάνουμε.

8/6/11

"Ιμαρέτ" του Γιάννη Καλπούζου, εκδόσεις Μεταίχμιο

Άρτα 1854. Τουρκοκρατία. Δύο αγόρια γεννιούνται την ίδια νύχτα, ένας Έλληνας κι ένας Τούρκος, και η μοίρα τους κάνει ομογάλακτους. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή τους με φόντο την άγνωστη στο πλατύ κοινό ιστορία της περιοχής, και όχι μόνο.
Μία ολόκληρη εποχή αναπαριστάνεται με μοναδικό τρόπο και χωρίς προκατάληψη, παράλληλα με την περιπέτεια, τη δράση, τις κωμικές ή τις τραγικές καταστάσεις.
Στη σκιά του ρολογιού που χτυπά τις οθωμανικές ώρες, Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι. Οι δύο φίλοι, μία δολοφονία μυστήριο, ο Παππούς Ισμαήλ, η "μικρή" ακόμα Ελλάδα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο φανατικός Ντογάν, συγκρούσεις, επαναστάσεις, συνύπαρξη, καθημερινή ζωή, χοροεσπερίδες, Καφέ Αμάν, πετροπόλεμος, Απόκριες, Ραμαζάνι, χαμάμ, Καραγκιόζης, τσιφλικάδες, πλούτος και εξαθλίωση, γλυκιά και πικρή ζωή. Όλα έχουν θέση στο ιμαρέτ του Θεού.

Είναι ένα πολύ πολύ ατμοσφαιρικό βιβλίο. Και αυτή, νομίζω, είναι η επιτυχία του. Τα έχει όλα. Περιπέτεια, έρωτες, ιστορικά στοιχεία για μία πραγματικά άγνωστη ιστορία, κυρίως του τόπου. Ο Νετζίπ και ο Λιόντος, ο Τούρκος και ο Έλληνας. Μεγαλώνουν μαζί από τη στιγμή που γεννιούνται στην Άρτα επί Τουρκοκρατίας και περνάνε σχεδόν τριάντα χρόνια τα οποία διατρέχουν τη ζωή τους. Οι δύο φίλοι ερωτεύονται, απογοητεύονται, μεγαλώνουν, ωριμάζουν και μαζί τους αλλάζει όλο το ιστορικό σκηνικό. Η αίσθηση που έχεις είναι λες και είσαι κι εσύ μέρος αυτής της ιστορίας...

Και όσο σε ταξιδεύει η ιστορία του έρωτα του Νετζίπ για την χορεύτρια Καλίλα και η τραγικότητά της, άλλο τόσο νιώθεις στενάχωρα όταν η ιστορική κατάσταση αλλάζει και μαζί της αλλάζει και η καθημερινότητα των ηρώων. Και προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Ο Καλπούζος γνωρίζει καλά την ιστορία του τόπου από τον οποίον κατάγεται και αυτό βγαίνει σε όλη την αφήγηση. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που το βιβλίο τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών 2009 από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

28/4/11

"Όλες οι μέρες" της Izabel Aliente, Εκδόσεις Ωκεανίδα

Το είχα στη βιβλιοθήκη μου από το 2008. Είναι από αυτά τα εκατοντάδες που περιμένουν να διαβαστούν. Σε λίγο θα αρχίσω να ανησυχώ για το αν θα τα προλάβω. Την Αλιέντε τη διαβάζω πάντα τιμής ένεκεν. Είναι κάτι σαν τη Ρόζαμουντ Πίλτσερ και την Κορνουάλη (νομίζω αυτή έγραφε για την Κορνουάλη), που παρόλο που γνωρίζω ότι μπορεί και να μην αντέχω πλέον τη γραφή της, μια και με συντρόφευε στα μαθητικά και φοιτητικά μου χρόνια, κάνω την υποχώρηση και ταξιδεύω μαζί τους.
Δε μου αρέσουν όλα τα βιβλία της Αλιέντε. Μετά το "Σπίτι των Πνευμάτων" και το "Του Έρωτα και της Σκιάς" ακολούθησε μία σειρά βιβλίων που δεν είχαν να μου πουν τίποτα. Και τότε συνέβη το μοιραίο. Η Αλιέντε έχασε την κόρη της. Κι έγραψε την "Πάουλα" και την "Κόρη της Μοίρας". Και σαν αυτό το τραγικό γεγονός να απελευθέρωσε δυνάμεις βαθιά κρυμμένες μέσα της και η γραφή της έγινε απόλυτα συναισθηματική, γεμάτη εικόνες και αισθήσεις. 

Το "'Ολες οι μέρες" είναι μία αφήγηση. Της ζωής της Αλιέντε. Απευθύνεται στην πεθαμένη κόρη της και στην ουσία της περιγράφει τη ζωή της οικογένειας μετά το θάνατό της. Τη ζωή της στην Καλιφόρνια, έρωτες, χωρισμούς, παιδιά που γεννιούνται, κρίσεις και συμφιλιώσεις. Και το κάνει αρκετά καλά. Έτσι κι αλλιώς πάντα είναι ενδιαφέρουσες οι ιστορίες οικογενειών που γίνονται μυθιστορήματα. Ίσως γιατί είναι ένα οικείο θέμα αφήγησης που αγγίζει πολλούς ανθρώπους. 
Το διάβασα πολύ γρήγορα, μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο και αυτό που μου έμεινε ήταν το εξής: Είναι ένα πολύ συγκινητικό βιβλίο, που δείχνει κατά κύριο λόγο ότι το μοναδικό πένθος που δεν ξεπερνιέται είναι ο χαμός του παιδιού. Όπως είδα στην καλύτερη σκηνή ταινίας για φέτος, στην "Απώλεια", ο πόνος αυτός δεν περνάει ποτέ, απλά με τα χρόνια γίνεται ένα μικρό βοτσαλάκι που πάντα το κουβαλάς στην τσέπη σου...
Η δεύτερη πολύ έντονη αίσθηση που μου έμεινε είναι το πόσο πολύ αυταρχική και δεσποτική πρέπει να είναι η Αλιέντε. Επιζητά να έχει τον έλεγχο ολόκληρης της οικογένειας - της "φυλής", όπως την αποκαλεί-, να βρίσκει νύφες για τους γιούς, να ανακατεύεται στη ζωή των παιδιών της, να αποφασίζει αυτή για όλους. Και αυτό είναι τόσο εκ διαμέτρου αντίθετο με τον πόνο που νιώθει για τον χαμό του παιδιού της και τον εκπληκτικό τρόπο που το διαχειρίζεται και το μετουσιώνει σε κάτι απόλυτα δοτικό και μοναδικό.