28/11/11

Ο Δρόμος της Απώλειας

Ο μεγαλύτερος φόβος στη ζωή του ανθρώπου είναι ο θάνατος, τόσο ο δικός του όσο και των ανθρώπων που αγαπά.

Πριν από ένα μήνα συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου. Και το κείμενο αυτό το γράφω ως φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο που σημάδεψε τις ζωές μας με έναν ανεπανάληπτο τρόπο. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος. Στις περιπτώσεις μιας απώλειας ακολουθείς ένα συγκεκριμένο δρόμο, προκειμένου να συνειδητοποιήσεις τη μεγάλη αλλαγή και να μάθεις να ζεις με αυτή. Να κάνεις τρόπο ζωής σου ότι τον άνθρωπό σου δεν θα τον ξαναδείς ποτέ. Και το "ποτέ" αυτό είναι λέξη με τόσο βαθύ νόημα, που τρομάζει κανείς. Γενικά οι χρονικοί προσδιορισμοί παίρνουν άλλη διάσταση στις περιπτώσεις απώλειας.

Δεν θα αναφερθώ στα πέντε στάδια πένθους, που υποτίθεται ότι ο καθένας περνάει, προκειμένου να κάνει κομμάτι τη ζωής του την απώλεια- αν και ειδικά το στάδιο του θυμού το πέρασα αρκετά έντονα. Θα μιλήσω για το πως το βίωσα εγώ όλο αυτό και που ακριβώς βρίσκομαι δύο χρόνια μετά.

Πριν από λίγες μέρες παρακολούθησα μία παράσταση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. "Η αθέατη πλευρά του φεγγαριού". Σε κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής κοιτάει έντονα το κοινό και λέει: "αν βάλουμε μία σκάλα στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού, ανέβουμε στην κορυφή της κοιτάξουμε μπροστά και πέσουμε από κει, τότε μόνο μπορούμε να καταλάβουμε την αίσθηση της αβύσσου και του κενού που νιώθει κάποιος όταν χάνει τους γονείς του". Δε νομίζω να έχω ακούσει καλύτερη περιγραφή αυτης της αίσθησης. Στην αρχή η έννοια του απίστευτου, παίρνει άλλο νόημα. Είναι σαν μη βίωνα εγώ η ίδια αυτήν την κατάσταση αλλά να συνέβαινε σε κάποιον άλλον. Έμπαινα στο πατρικό μου και η αύρα του ήταν ακόμα μέσα στον χώρο σα να μην έφυγε ποτέ. Δύσκολο συναίσθημα.

Περνώντας ο καιρός αυτό που θυμάμαι ότι με στεναχωρούσε ιδιαίτερα, ήταν ότι άλλαζαν πράγματα στη ζωή μου, κι εκείνος δεν το μάθαινε. Μεγάλωναν τα παιδιά μου, άρχιζαν να μιλάνε κι εκείνος δεν το έβλεπε, δεν το βίωνε. Πόσες φορές τα κοίταζα όταν λέγανε τα πρώτα τους λόγια, κι εγώ σκεφτόμουνα "πόσο θα του άρεσε να περνάει χρόνο μαζί τους, να τους κάνει αστεία"... Άλλαζα δουλειά, έφευγα από τη δουλειά, έκανα καινούργια σημαντικά πράγματα και ο χρόνος για κείνον είχε σταματήσει στις 18 Νοεμβρίου 2009. Και πραγματικά ήταν τόσο περίεργο και τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο. Ήταν σαν να άρχιζε ένα κομμάτι της ζωής μετά από αυτήν την ημερομηνία. Το πριν και το μετά.

Θα προσπαθήσω να σχεδιάσω μία εικόνα. Η απώλεια στην αρχή είναι σα να ανεβαίνεις ένα εξαιρετικά κακοτράχηλο βουνό. Ένα βουνό γεμάτο κοτρώνες, που βλέπεις την κορυφή του και σκέφτεσαι "μπα, δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσω εκεί πάνω". Και συνέχεια σταματάς, και απελπίζεσαι, και λες " ας τα παρατήσω δε βγαίνει πουθενά"... Αλλά συνεχίζεις, και συνεχίζεις και τελικά κάποια στιγμή φτάνεις. Είναι αυτή η στιγμή που ο πόνος γίνεται γλυκιά ανάμνηση, που κοιτάς φωτογραφίες και τη δυνατή συγκίνηση την έχει αντικαταστήσει το γλυκό χαμόγελο. Αυτά που έχεις ζήσει με τον άνθρωπο που "φεύγει" είναι δυνατότερα όλων. Αυτά σε συντροφεύουν μια ζωή, ακόμα κι αν λείπει η φυσική παρουσία. Γιατί λείπει και πάντα θα λείπει. Στις δύσκολες και τις χαρούμενες στιγμές σου, στις εικόνες που δε μπορείς να μοιραστείς, στα καινούργια μέρη που θα βλέπεις, στα ταξίδια που θα κάνεις, στη ζωή σου που θα περνάει....

Το 2009 σε ένα post αφιερωμένο σε κείνον είχα γράψει ότι αν φανταστούμε ότι η ζωή του καθενός είναι η πέτρα που θα πετάξεις σε λίμνη και οι ομόκεντροι κύκλοι που θα αφήσει αυτή γύρω της ("οι λεγόμενοι κυματισμοί του Irvin Yalom), η δική του πέτρα ήταν κοτρώνα. Και δύο χρόνια μετά οι ομόκεντροι κύκλοι μας ακολουθούν ακόμα... Μας ακολουθούν μέσω των φίλων του, μέσω ανθρώπων που τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν. Και πραγματικά δεν υπάρχει καλύτερη κληρονομιά...

Ένα από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα είναι "τα Κεριά" του Κωνσταντίνου  Καβάφη και με αυτό θα κλείσω. Ένα ποίημα γι'αυτά που χάνονται, αλλά και γι'αυτά που είναι μπροστά. Γιατί η ζωή είναι μπροστά και η απώλεια είναι μέρος της.

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν. 






Δεν υπάρχουν σχόλια: