20/1/11

"Άννα, Είπα" του Παναγιώτη Μεντή, Θέατρο Στοά


"Πως να αποτυπώσεις στο χαρτί ένα ταραγμένο εγκεφαλογράφημα? Πως να το αποτυπώσεις με λόγια? Ξεκίνησα να γράφω για την Άννα ακούγοντας τη σιωπή μιας γυναίκας. Μια σιωπή χωρίς συνείδηση από την ίδια. Μια σιωπήπου στο μυαλό μου πήρε διάφορες διαστάσεις. Την είδα άλλοτε σαν σιωπή- στάση ζωής, άλλοτε σαν σιωπή-διαμαρτυρία, άλλοτε σαν σιωπή- πολιτική πράξη κι άλλοτε σαν σιωπή- επιλογή άμυνας απέναντι στη βία και τη μικρότητα, ενός ανθρώπου που είδε και τρόμαξε"

Ήξερα ότι η παράσταση θα ήταν καλή. Δε φανταζόμουνα ότι θα ήταν τόσο καλή. Ότι θα έφευγα και θα είχα τέτοια πληρότητα και συγκίνηση που λίγες, πολύ λίγες παραστάσεις μου έχουν προσφέρει μέχρι στιγμής. Η Λήδα Πρωτοψάλτη είναι απλά συγκλονιστική. Όπως και όλοι όσοι παίζουν. Στο πρόγραμμα διαβάζω και το εξής απίστευτο: "Η Λήδα Πρωτοψάλτη σπούδασε μόνο έναν χρόνο στην Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κ.Κουν, και παίρνει εκτάκτως επαγγελματική άδεια ηθοποιού, μετά από πρόταση του ίδιου του Κουν". Καταλαβαίνετε για τι ηθοποιό μιλάμε...

Το θέμα: Κλεισμένη σε ένα θάλαμο ψυχιατρικής κλινικής η Άννα αναπλάθει το παρελθόν της και κυρίως τη δύσκολη σχέση με τη μάνα της.
Στην ουσία αυτό που παρακολουθούμε και είναι συγκλονιστικό είναι την Άννα στο ψυχιατρείο και όλοι οι υπόλοιποι που παίζουν, να είναι οι αναμνήσεις της και το υποσυνείδητό της. Μπλοκαρισμένη από μία μάνα που μονίμως τη μείωνε και την υποτιμούσε κι έναν πατέρα που ήταν λάτρης των Θείων και τελείως άβουλος, η Άννα ισορροπεί με δυσκολία ανάμεσα στο μίσος, την εξάρτηση και τις ενοχές για τη μητέρα της, τη λύπηση, τον οίκτο και την παθολογική αγάπη για τον πατέρα της. Ταλαιπωρημένη από τις "αρρώστιες του μυαλού", αναπολεί με δυσκολία τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, κατακεραυνώνει τους ανθρώπους που την πλήγωσαν, αλλά στην ουσία δεν ξεφεύγει ποτέ από τις αναμνήσεις αυτές, που τη στοιχειώνουν και την κατατρέχουν.

Η απόδοση των παραπάνω σκηνοθετικά είναι σε άλλα επίπεδα. Το παιχνίδι με τους φωτισμούς, ανάλογα με τη διάθεση είναι ασύλληπτο. Η επιλογή της μητέρας εις διπλούν (σκηνοθετικό εύρημα), δίνει την ένταση που χρειάζεται και τη δυναμική των αναμνήσεων που κατατρέχουν.
Η Λήδα Πρωτοψάλτη είναι καταπληκτική. Σε συνεπαίρνει, σε συγκινεί, σε κάνει να γελάς, σε ταξιδεύει και εν τέλει σε λυτρώνει. "Ιδού η Δούλη σου Μητέρα", και το Θέατρο δονείται από συγκίνηση.... Πραγματικά μία παράσταση που αξίζει να δει κανείς και να αφεθεί να παρασυρθεί από τη δίνη των συναισθημάτων που προκαλεί. Και να μην μείνει μόνο στην κακή ανάμνηση της μητέρας μόνο ως ανάμνηση, αλλά να δει τη ζημιά που αυτή έχει κάνει στην προσωπικότητα και την ψυχολογία της Άννας, ζημιά ανεπανόρθωτη για την αυτοπεποίθησή της, από την οποία δε μπόρεσε να ξεφύγει ποτέ.

Και κάτι τελευταίο. Δυστυχώς το θέατρο ήταν σχετικά άδειο (max 25-30 άτομα) και είναι τόσο κρίμα να μη γεμίζουν αυτά τα θέατρα. Είναι τόσο ωραίο να φεύγεις τόσο πλήρης από μία παράσταση που έχει κάτι να σου πει, που ακουμπά στο συναίσθημα και τη λογική και τη θυμάσαι όσος καιρός κι αν περάσει.


18/1/11

"Ο θάνατος κι η κόρη" του Άριελ Ντόρφμαν


"Ένα τυχαίο γεγονός, μία απλή σύμπτωση, είναι ικανά να ανατρέψουν μία ισορροπία κεκτημένη με μεγάλο μόχθο και να καθορίσουν μία νέα πραγματικότητα. Να φέρουν στην επιφάνεια ότι κρυβόταν για καιρό και να δημιουργήσουν μία σειρά ανεξέλεγκτων αντιδράσεων. Πολύ περισσότερο, όταν αυτό που κρύβεται είναι μία ταραγμένη ψυχή γεμάτη ανεπούλωτα τραύματα, ανοιχτές πληγές και συσσωρευμένο πόνο" , Ειρήνη Μουντράκη, Θεατρολόγος/Κριτικός Θεάτρου.
Ο Θάνατος κι η Κόρη γράφτηκε το 1991 και πραγματεύεται την ιστορία της Παουλίνας, θύματος της Χιλιανής δικτατορίας. Η Παουλίνα συνελήφθη και βασανίστηκε ανελέητα, βιάστηκε επανειλημμένα( υπό τους ήχους του κουαρτέτου του Σούμπερτ "Ο Θάνατος και η Κόρη" - εξού κι ο τίτλος) και στο χείλος του θανάτου αφέθηκε ελεύθερη.
Στο παρόν, 15 χρόνια μετά, η Παουλίνα έχει μάθει να ζει με τον τρόμο που στοιχειώνει τη ζωή της και την καθημερινότητα της. Δεκαπέντε χρόνια μετά ο συζυγός της έχει μόλις δεχθεί πρόταση από τον νέο Πρόεδρο της χώρας, να είναι μέλος στην Επιτροπή Έρευνας για τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στην διάρκεια της δικτατορίας. Και τότε εμφανίζεται ένας καλοσυνάτος κύριος, ο οποίος βοηθά το σύζυγό της, όταν ο τελευταίος παθαίνει λάστιχο. Τι γίνεταιο όμως όταν η Παουλίνα αναγνωρίζει στο πρόσωπο του κυρίου το βασανιστή της? Όταν της δίνεται η ευκαιρία να εκδικηθεί?

Το έργο έχει μία τεράστια δυναμική. Το θέμα από μόνο του είναι πολύ δυνατό. Δε θα έλεγα το ίδιο και για τους ηθοποιούς, ή μάλλον για να είμαι δίκαιη, συγκεκριμένα για την Κατερίνα Λέχου (Παουλίνα). Το παλεύει πολύ η αλήθεια είναι, αλλά δε νομίζω ότι καταφέρνει να πάρει το ρόλο και να τον απογειώσει. Η ιστορία περιγράφει μία γυναίκα πονεμένη, αλλά και θυμωμένη, που δεν έχει μοιραστεί τις τραγικές στιγμές που πέρασε, ούτε με τον άντρα της. Η Λέχου έχει μία φωνή που ίσα που βγαίνει και όσο κι αν προσπαθεί δε μπορεί να πείσει ότι είναι η γυναίκα αυτή. Αλλά ακόμα και στις απειλητικές σκηνές, δεν μου προξένησε καμία συγκίνηση, κανένα έντονο συναίσθημα. Ο σύζυγός της ( Αλέξανδρος Σταύρου) προσωπικά μου άρεσε πολύ. Παίζει πολύ πειστικά το ρόλο του, ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα στο δίκαιο και στον πόνο για τη γυναίκα του και καταφέρνει εν τέλει να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι.
Η ευχάριστη έκπληξη είναι ο βασανιστής (Μάνος Ζαχαράκος), ο οποίος παίζει αρκετά καλά και σώζει κάπως την κατάσταση.

Δεν είναι από τις παραστάσεις που θα πρότεινα σε κάποιον να δει, γιατί παρόλο που το θέμα βοηθάει, δεν εμβαθύνει καθόλου στην ψυχολογία των καταστάσεων αυτών. Είναι μία σχετικά καλή απόδοση των ρόλων, αλλά μέχρι εκεί.